Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βόηθα με να σε

  • 1 βοηθά

    βοηθός
    hasting to the cry for help: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > βοηθά

  • 2 Βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε το βουνό

    Помоги мне, я помогу тебе, чтобы вместе взобраться на гору
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε το βουνό

  • 3 Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς

    Судьба помогает смелым
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς

  • 4 βοηθώ

    (α, ε) μετ.
    1) помогать, оказывать помощь; содействовать; 2) благоприятствовать, способствовать; 3) ассистировать; § βόηθα με να σέ μεταγκρεμίσω посл, ответить на добро чёрной неблагодарностью;

    βόηθα με να σε βοηθώ ν'ανεβούμε το βουνό — погов, сообща можно горы свернуть;

    βοηθιέμαι, βοηθιούμαι, βοηθοδμαι — помогать самому себе;

    βοηθούμαστε συναμεταξύ μας — мы помогаем друг другу;

    § βοηθήσου, λέει ο θεός, να σε βοηθήσω — посл. ≈ — на бога надейся, да сам не плошай

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βοηθώ

  • 5 αντί

    I (перед гласными αντ', ανθ') πρόθ. με ονομ., γεν., αιτιατ.
    1) (при обознач, замены, замещения) вместо, взамен, за;

    (όνομ.) αντίς ο Πέτρος, ας πάει ο Γιάννης — вместо Петра пусть идёт Янис;

    (γεν.) ημπορείτε να έλθετε σεις αντ' αυτού вместо него можете прийти Вы;

    (αιτιατ.) αντί ωφέλεια... — вместо прибыли;

    2) (при обознач, вознаграждения, выгоды):

    (γεν.) αντί ελαχίστων θυσιών επέτυχε μεγάλα κέρδη — пожертвовал немногим, а выгоду получил большую;

    3) (при обознач, цены):

    πωλείται αντί δεκαέξη δραχμών — продаётся за шестнадцать драхм;

    4) (с сослагат. накл.) вместо того, чтобы;

    αντί να φωνάζεις έλα βοήθα — вместо того, чтобы кричать, иди помоги;

    § αντίς να τρίζει τ· αμάξι, τρίζει ο αμαξάς погов. ≈ сваливать с больной головы на здоровую
    αντί2
    II τό см. αντίον

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντί

  • 6 везти

    везу, везешь, παρλθ. χρ. вез, везла, везло, ρ.δ.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω, μετακινώ με μεταφορικό μέσο.
    2. απρόσ. ευνοεί η τύχη•

    ему не -ет αυτόν δεν τον πάει (δεν τον βοηθά) η τύχη.

    1. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, μετακινούμαι με μεταφ. μέσο.
    2. σέρνομαι χάμω καταγής•

    юбка -ется по полу η φούστα σέρνεται στο πάτωμα.

    Большой русско-греческий словарь > везти

  • 7 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

См. также в других словарях:

  • βοηθά — βοηθός hasting to the cry for help neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ψώρα — (psora). Γένος δισκολειχήνων της οικογένειας των λεκιδεϊδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 είδη, που τα συναντάμε πάνω στο χώμα, σε πέτρες και βράχους ή στους φλοιούς των δέντρων. Έχουν θαλλό κελυφοειδή. * * * η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψώρη Α 1.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»